ξεσούρνω

ξεσούρνω
βλ. ξεσέρνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεσέρνω — και ξεσούρνω 1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω 2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω 3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι») 4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες 5. (για ποταμό) παρασύρω τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”